νόνν'

νόνν'
νόννε , νόννος
Fouilles de Doura-Europos
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νόνν' — Νόννε , Νόννος Fouilles de Doura Europos masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… …   Dictionary of Greek

  • εχιδναίος — ἐχιδναῑος, α, ον (Α) [έχιδνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα 2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῡσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῑοισι κορύμβοις», Νόνν.) 4. ο γεννημένος από …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • ομόπλοκος — ὁμόπλοκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.) 2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συμφερτός — ή, όν, Α [συμφέρομαι] αυτός που έχει συγκεντρωθεί από πολλούς ή από πολλά σημεία (α. «συμφερτὴ θάλασσα», Νόνν. β. «συμφερταὶ λιβάδες», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… …   Dictionary of Greek

  • εΰρραπις — ἐΰρραπις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο ραβδί («ἐΰρραπις Ἑρμῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραπίς «ραβδί»] …   Dictionary of Greek

  • εΰσμηνος — ἐΰσμηνος, ον (Α) αυτός που σχηματίζει ωραίο σμήνος («ἐϋσμήνοιο μελίσσης», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”